-
1 τερπνός
τερπνός, bei Eur. auch 2 Endgn (s. aber Dind. Eur. I. T. 1495), vergnügend, erfreulich, anmuthig, angenehm, reizend; Hom. nur als v. l., Od. 8, 45; Theogn.; Mimn. 5, 3; oft bei Pind., Ἥβη Ol. 6, 57, τελευτά P. 9, 66, χάρις I. 3, 90, ἄνϑεα N. 7, 53, τὰ τερπνὰ καὶ γλυκέα πάντα Ol. 14, 5, u. oft τὸ τερπνόν, wie P. 8, 93 N. 7, 74; τερπνὸν δὲ τἀναγκαῖον ἐκφυγεῖν ἅπαν, Aesch. Ag. 876; ὦ τερπνὸν ὄμμα, Ch. 236, u. öfter; τὰ τερπνὰ πικρὰ γίγνεται, Soph. O. C. 621; αὑτῷ δὲ τερπνὸς τέϑνηκε, Ai. 946; λόγοισι τερπνοῖς ἀκοῠσαι, Eur. Andr. 290, u. öfter; Plat. neben ἡδύ u. χαρτόν, Prot. 358 a; ἡδοναί, Eur. Suppl. 469; sp. D., die es auch für froh, fröhlich, heiter brauchen, γέρων, Anacr. 37, 1; auch in Prosa : τὰ τερπνά, = ἡδοναί, Isocr. 1, 21; Thuc. 2, 53; τῶν τερπνῶν οὐδενὸς ἄγευστος ἔσῃ, Xen. Mem. 2, 1, 23; Sp. – Compar. sowohl regelmäßig τερπνότερος, Strat. 4 (XII, 4) u. sonst, als unregelmäßig τερπνίστατος, τέρπνιστος, Callim. fr. 256 in VLL.
-
2 δρῑμύς
δρῑμύς, εῖα, ύ, scharf, durchdringend, stechend, von der Wirkung aufs Gefühl; vgl. Plat. Tim. 66 a. Homer viermal: Iliad 15, 696 δριμεῖα μάγη; 18, 322 δριμὺς χόλος; 11, 270 ὡς δ' ὅτ' ἂν ὠδίνουσαν ἔχῃ βέλος ὀξὺ γυναῖκα, δριμύ, τό τε προϊεῖσι μογοστόκοι εἰλείϑυιαι, Ἥρης ϑυγατέρες πικρὰς ὠδῖνας ἔχουσαι; Odyss. 24, 319 ἀ νὰ ῥῖνας δέ οἱ ἤδη δριμὺ μένος προύτυψε. – Folgende : ἀλγηδών Polem. 1, 25; καπνός Ar. Vesp. 146, der in die Augen beißt; vom Geschmacke, χυμός Arist. anim. 2, 10; οἶνος Luc. tuere. cond. 18; vom Geruche, Ar. Plut. 693; Arist. anim. 2, 9; Xen. Mem. 1, 4, 5 setzt bei der Empfindung des Geschmacks τὰ γλυκέα den δριμέα gegenüber, u. so öfter vom Geschmacke, = bitter, herb, Theophr. Auch vom stechenden Blicke, δριμὺ βλέπειν Ar. Ran. 562 Philp. 50 (IX, 777), finster, zornig aussehen; ἀποβλέπειν, ἐνορᾶν, Luc. Pseud. 32; Ael. V. H. 14, 22; δριμὺ βλέμμα Hdn 4, 5, 17. – Häufig übertr. scharf, heftig; μάχη Hes. Sc. 261; ἄχος Hes. Sc. 457; vgl. Aesch. Ch. 386; Ag. 1482 ἀλάστωρ, streng, unerbittlich, δριμύτατος, der heftigste, Ar. Vesp. 277 u. öfter; γολή Theocr. 1, 18; δριμὺ καὶ ὑβριστότατον ϑηρίων Plat. Legg. VII, 808 d; ἔρως, Plat. epigr. 6 bei D. L. 3. 31, in der Anth. (VII, 217) steht γλυκύς, s. Iac zur St.; ἔρως εἰρήνης Plut. Num. 16; begierig, Ael. H. A. 10, 14. – Vom Geiste, durchdringend, scharfsinnig, verschmitzt, acutus; Σισύφου γένος Eur. Cycl. 104; καὶ ἔντονοι Plat. Theaet. 173 a; καὶ δικαινικός 175 d; vgl. Ar. Av. 255; Sp.
-
3 δρῑμύς
δρῑμύς, εῖα, ύ, scharf, durchdringend, stechend, von der Wirkung aufs Gefühl; καπνός, der in die Augen beißt; vom Geschmacke; vom Geruche; man setzt bei der Empfindung des Geschmacks τὰ γλυκέα den δριμέα gegenüber, u. so öfter vom Geschmacke, = bitter, herb. Auch vom stechenden Blicke, δριμὺ βλέπειν, finster, zornig aussehen. Häufig übertr. scharf, heftig; ἀλάστωρ, streng, unerbittlich, δριμύτατος, der heftigste; begierig. Vom Geiste: durchdringend, scharfsinnig, verschmitzt, acutus
См. также в других словарях:
γλυκέα — γλυκύς sweet to the taste neut nom/voc/acc pl (epic ionic) γλυκέᾱ , γλυκύς sweet to the taste fem nom/voc/acc dual (epic ionic) γλυκύς sweet to the taste fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκέα — επίρρ. βλ. γλυκά … Dictionary of Greek
γλυκέ' — γλυκέα , γλυκύς sweet to the taste neut nom/voc/acc pl (epic ionic) γλυκέα , γλυκύς sweet to the taste fem nom/voc sg (epic ionic) γλυκέϊ , γλυκύς sweet to the taste masc/neut dat sg γλυκέαι , γλυκύς sweet to the taste fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκέας — γλυκέᾱς , γλυκύς sweet to the taste fem acc pl (epic ionic) γλυκύς sweet to the taste masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκά — (Μ γλυκέα και γλυκιά) επίρρ. 1. ευχάριστα στην ακοή («τραγουδά γλυκά»). 2. με γλυκύτητα στους τρόπους, ευγενικά νεοελλ. 1. με αγάπη, τρυφερά, στοργικά 2. μαλακά, απαλά 3. γαλήνια, ήσυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. γλυκά < γλυκός, ενώ το μσν. γλυκέα… … Dictionary of Greek
Αχέρων — Ονομασία τριών ποταμών. 1. Ποταμός της Ηπείρου (κοινώς, Μαυροπόταμος ή Φαναριώτικος), ο οποίος περιβάλλεται από πλούσια μυθική παράδοση σχετική με τους νεκρούς και τον Άδη. Πηγάζει από τα όρη του Σουλίου και εκβάλλει στο Ιόνιο, στον κόλπο του… … Dictionary of Greek
μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α … Dictionary of Greek
τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… … Dictionary of Greek